Ραψωδία Ε
Τρανό πελέκι πρώτα του 'δωκε, που του 'ρχονταν στη φούχτα
ακονισμένο, να 'ναι δίκοπο, χαλκό και στεριωμένο
σ' ελήσιου στειλιαριού πανέμορφου καλά την άκρη απάνω.
Σκεπάρνι τορνεμένο του 'δωκε μετά, κι ευθύς κινούσε
μπροστά για του νησιού τ' ακρόμερα ψηλά εκεί πέρα δέντρα'
φύτρωναν, σκλήθρες, λεύκες κι έλατοι, που ανέβαιναν στα ουράνια,
Κι αυτός τα δέντρα επήρε κι έκοβε' σε λίγο είχε τελέψει.
Σαν έριξε είκοσι, πελέκησε με το χαλκό τους κλώνους
Μον' πάρε και μακριά πελέκησε μαδέρια, και μεγάλη
φτιάσε πλωτή, κι απάνω κάρφωσε σανίδες μια άκρη ως άλλη
και τα 'ξυσε με το σκεπάρνι του, με στάφνη ισιώνοντας τα.
Ωστόσο η Καλυψώ η πανέμνοστη του πήγε τα τρυπάνια'
και σύντας σε ολα τρύπες άνοιξε και τα σοφίλιασε όλα,
με ξυλοκάρφια και δεντρόφλουδες σφιχτά σφιχτά τα δένει.
Όσο φαρδύ ένα γύρο χάραξε για φορτηγό καράβι
τον πάτο μαραγκός, την τέχνη του που περισσά κατέχει,
τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε κι εκείνος την πλωτή του.
Στήνει παγίδια, με στραβόξυλα πολλά στεριώνοντας τα,
και με μακριές σανίδες πάτωσε στο τέλος την κουβέρτα
Και το κατάρτι μέσα εστήριξε με ταιριασμένη αντένα,
και το τιμόνι του μαστόρεψε, να κυβερνάει το σκάφος,
και με κλωνάρια ετιάς περίφραξε τρογύρα την πλωτή του,
να τον φυλάν από τα κύματα, και σώριασε και φύλλα.
Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό του κουβαλούσε
για τα πανιά' κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα'
ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε '
με τα φαλάγγια στ' άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.
Είχαν περάσει μέρες τέσσερις, σα βρέθη τελειωμένος•
στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ' το νησί να φύγει,
με ρούχα ευωδιαστά απ' το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.